- δυϊκός
- δῠϊκός, ή, όν,A dual, D.T.635.30;
τὸ δ.
the dual number,A.D.
Pron.10.28, S.E.M.1.142. Adv.-κῶς
in the dual number,Phoeb.
Fig.1.4, Anon. in Tht.73.4; = διττῶς, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ δ.
the dual number,A.D.
Pron.10.28, S.E.M.1.142. Adv.-κῶς
in the dual number,Phoeb.
Fig.1.4, Anon. in Tht.73.4; = διττῶς, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυικός — dual masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυϊκός — ή, ό (AM δυϊκός, ή, όν) «δυϊκός αριθμός» ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματα αρχ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός … Dictionary of Greek
δυϊκός — (αριθμός), ο γραμματικός τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που τον χρησιμοποιούσαν στα ονόματα και τα ρήματα, για να δηλώσουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση … Dictionary of Greek
δυικά — δυικός dual neut nom/voc/acc pl δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc/acc dual δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικῶν — δυικός dual fem gen pl δυικός dual masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικόν — δυικός dual masc acc sg δυικός dual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικαῖς — δυικός dual fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικαί — δυικός dual fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικοῖς — δυικός dual masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυικοῦ — δυικός dual masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)